βαλλίον

βαλλίον
βαλλίον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συβάλλας — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων πιθ. < σῦς «χοίρος» + βάλλης (πιθ. < βαλλίον «φαλλός»), πρβλ. και τον παράλληλο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὑβάλλης καταφερής, λάγνος (βλ. και… …   Dictionary of Greek

  • φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • βαλλί' — βαλλία , βαλλίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλίων — βάλλις plant fem gen pl (epic doric ionic aeolic) βαλλίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • bhel-3, bhlē- —     bhel 3, bhlē     English meaning: to grow, spread, swell     Deutsche Übersetzung: “aufblasen, aufschwellen, sprudeln, strotzen”     Material: O.Ind. bhüṇ ḍ a n. “pot, pan, vessel” (*bhüln da?); after Thieme (ZDMG. 92, 47 f.) here Av.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”